φαρμακερός, -ή — ό επίρρ. ά 1. ο γεμάτος δηλητηριώδες φάρμακο, ο δηλητηριώδης: Φαρμακερό φίδι. 2. μτφ., αυτός που δαγκάνει, δηκτικός, καυστικός, πικρός: Φαρμακερά λόγια. 3. (για κρύο), διαπεραστικός, δριμύς: Φαρμακερό ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλητηριώδης — ες (AM δηλητηριώδης, ες) [δηλητήριον] αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις») 2. φρ. «δηλητηριώδεις … Dictionary of Greek
ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… … Dictionary of Greek
ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… … Dictionary of Greek
μελάγχολος — μελάγχολος, ον (Α) (για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χολή (πρβλ. πικρό χολος)] … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φιδιασμένος — η, ο, Ν 1. φιδοδαγκωμένος 2. μτφ. φαρμακερός ή φαρμακωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φιδιάζω] … Dictionary of Greek
δηλητηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, ο φαρμακερός: Όλα τα φάρμακα μπορεί να γίνουν δηλητηριώδη σε μεγάλες δόσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)